- παραπρωκτίτιδα
- (Ιατρ.). Πυώδης φλεγμονή των κυτταρικών ιστών που περιβάλλουν το ορθό. Η πιο συχνή είναι η διείσδυση βακτηριακής χλωρίδας από το ορθό στους γύρω κυτταρικούς ιστούς, πράγμα που μπορεί να συμβεί με μια ραγάδα του δακτυλίου. Kάποιες φορές η φλεγμονή περιορίζεται μόνο σε ένα απόστημα. Σε πολλές περιπτώσεις όμως επεκτείνεται σε μεγάλη απόσταση και μπορεί να παρουσιάσει επιπλοκή σηψαιμίας. Τα συμπτώματα είναι συνήθως οξύς πόνος στην περιοχή του ορθού, ευαισθησία κατά την αποπάτηση, πυρετός και εμφάνιση διηθήματος στην περιοχή του δακτυλίου ή στους γλουτούς. Ύστερα από υποτροπές η ασθένεια γίνεται χρόνια.
* * *ηιατρ. φλεγμονή τού παραπρωκτίου, τών γύρω από τον πρωκτό ιστών.
Dictionary of Greek. 2013.